σικύας

σικύας
σικύᾱς , σικύα
bottle-gourd
fem acc pl
σικύᾱς , σικύα
bottle-gourd
fem gen sg (doric aeolic)
σικύᾱς , σικύα
bottle-gourd
fem acc pl (ionic)
σικύᾱς , σικύα
bottle-gourd
fem gen sg (doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσβολή — η, ΝΜΑ [προσβάλλω] έφοδος, εφόρμηση (α. «έγινε προσβολή με άρματα μάχης» β. «καὶ προσβολαὶ... ἐγίγνοντο τῶν Ἀθηναίων ἱππέων», Θουκ.) νεοελλ. 1. βλάβη τής υγείας («προσβολή τού νευρικού συστήματος») 2. υβριστική συμπεριφορά («μού έκανε μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • σικυάζω — ΝΑ [σικύα] αφαιρώ αίμα με επίθεση σικύας, με βεντούζα …   Dictionary of Greek

  • σικύαση — η / σικύασις, άσεως, ΝΜ [σικυάζω] η ενέργεια τού σικυάζω, η αφαίρεση αίματος για θεραπευτικούς σκοπούς με την επίθεση σικύας, με βεντούζα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”